σχηματοποιώ — σχηματοποιῶ, έω, ΝΜΑ δίνω τη σχηματική παράσταση ενός αντικειμένου, παριστάνω κάτι με σχήματα νεοελλ. 1. δίνω σε κάτι σχηματική μορφή 2. παριστάνω ένα αντικείμενο σχηματικά, σε γενικές γραμμές, χωρίς να επιμένω στην απόδοση λεπτομερειών αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
σχηματοποιώ — σχηματοποιώ, σχηματοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σχηματοποίηση — η, Ν 1. η ενέργεια τού σχηματοποιώ, η σχηματική παράσταση ενός αντικειμένου, σχεδίαση 2. απόδοση σε γενικές γραμμές 3. μτφ. α) περιγραφή χωρίς λεπτομέρειες β) περιγραφή φαινομένου με ένταξή του σε μοντέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχηματοποιώ. Η λ., στον… … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
εναπομάσσω — ἐναπομάσσω (AM) (Α και αττ. τ. ἐναπομάττω) μσν. μτφ. αποτυπώνω πάνω στον εαυτό μου, μιμούμαι αρχ. 1. αποτυπώνω κάτι («προσβολὼν τῷ πίνακι τὸν σπόγγον... τὸν δὲ προσπεσόντα θαυμαστῶς ἐναπομάξαι και ποιῆσαι τὸ δέον», Πλούτ.) 2. απεικονίζω,… … Dictionary of Greek
σχηματοποιΐα — ἡ, ΜΑ [σχηματοποιῶ] μσν. σχηματική απεικόνιση αντικειμένου αρχ. 1. (για αστερισμούς) σύμπλεγμα αστέρων 2. (για συγγράμματα) επιτήδευση 3. οι κινήσεις ενός παντομίμου … Dictionary of Greek